καταπαυστικός

καταπαυστικός
καταπαυστικός, -ή, -όν (Α) [καταπαύω]
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη τού κακού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπαυστικά — καταπαυστικός causing to cease neut nom/voc/acc pl καταπαυστικά̱ , καταπαυστικός causing to cease fem nom/voc/acc dual καταπαυστικά̱ , καταπαυστικός causing to cease fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαυστικόν — καταπαυστικός causing to cease masc acc sg καταπαυστικός causing to cease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαυστικήν — καταπαυστικός causing to cease fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαύσιμος — η, ο (Μ καταπαύσιμος, ον) [κατάπαυσις] νεοελλ. αυτός που είναι δυνατόν να καταπαύσει, να τερματιστεί, να σταματήσει μσν. αυτός με τον οποίο είναι δυνατή η κατάπαυση, αυτός που καταπαύει, που φέρνει απόλυτη ησυχία και γαλήνη, ο καταπαυστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”